- ιππονομή
- ηστρ.1. η ανά εικοσιτετράωρο μερίδα τροφής που παρέχεται στα κτήνη τού στρατού2. το σύνολο τών τροφών που αγοράζονται για τους ίππους τού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + νομή (< νέμω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἱππονόμης — Ἱππονόμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hipponome — HIPPONŎME, es, Gr. Ἱππονόμη, ης, (⇒ Tab. XXI.) des Menöceus Tochter, mit welcher Alcäus den Amphitryo und die Anaxo zeugete. Apollod. l. II. c. 4. §. 4 … Gründliches mythologisches Lexikon